- ελεημονητής
- ο (θηλ. ελεημονήτρια, η) (Μ ἐλεημονητής, οθηλ. ἐλεημονήτρια, η)(για τον Θεό ή τη Θεοτόκο) εύσπλαγχνος, φιλάνθρωποςνεοελλ.πονόψυχος, ευαίσθητοςμσν.όσιος, αφοσιωμένος στον Θεό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.